κίβδηλος — adulterated masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίβδηλος — η, ο (ΑΜ κίβδηλος, ον) 1. (για ευγενή μέταλλα και για νομίσματα που προήλθαν από αυτά) νοθευμένος με ευτελή μέταλλα, κάλπικος, παραχαραγμένος, παραποιημένος («χρυσοῡ κιβδήλοιο καὶ ἀργύρου», Θέογν.) 2. μτφ. δόλιος, ανειλικρινής, ψεύτικος, απατηλός … Dictionary of Greek
κίβδηλος — η, ο 1. νοθευμένος, κάλπικος, πλαστός: Έχει κίβδηλα χαρτονομίσματα. 2. δόλιος, ανειλικρινής: Πρόκειται για κίβδηλο άνθρωπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κιβδηλότατον — κίβδηλος adulterated masc acc superl sg κίβδηλος adulterated neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιβδήλως — κίβδηλος adulterated adverbial κίβδηλος adulterated masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίβδηλον — κίβδηλος adulterated masc/fem acc sg κίβδηλος adulterated neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιβδηλοτάτην — κίβδηλος adulterated fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιβδήλοιο — κίβδηλος adulterated masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιβδήλοις — κίβδηλος adulterated masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιβδήλοισι — κίβδηλος adulterated masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιβδήλου — κίβδηλος adulterated masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)